μολυβένιος
(προωθήθηκε από μολυβένιο)Μεταφράσεις
μολυβένιος
(moli'veɲos) αρσενικόμολυβένια
(moli'veɲa) θηλυκόμολυβένιο
(moli'veɲo) ουδέτεροεπίθετο
από μόλυβδο μολυβένια στρατιωτάκια
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.