Μολύνομαι - ορισμός του μολύνομαι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%bf%ce%bb%cf%8d%ce%bd%ce%bf%ce%bc%ce%b1%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.666.565.668
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μολύνομαι
Μεταφράσεις
μολύνομαι
(
mo'linome
)
ρήμα
μεσοπαθητικό (ρήμα)
s'infecter
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μοιρολογώ
μοιρολόι
μοιχαλίδα
μοιχεία
μοιχικός
μοιχός
μόκα
μοκασίνι
μοκέτα
μολ
μολάρω
μόλβη
Μολδαβία
μολδαβικός
Μολδαβός
μόλις
Μόλις έφτασα
μολονότι
μόλος
μολοσσός
μολότοφ
μολόχα
μολυβδαίνιο
μολυβδένιο
μόλυβδος
μολυβένια
μολυβένιο
μολυβένιος
μολυβής
μολύβι
μολύνομαι
μόλυνση
μολύνω
μολυσματικός
μολυσμένη
μολυσμένο
μολυσμένος
μομιοποίηση
μόμυλος
μομφή
μονάδα
μονάδα δίσκου
μονάδα εντατικής θεραπείας
μοναδιαίος
μοναδικά
μοναδική
μοναδικό
μοναδικός
μοναδικότητα
Μονακό
μοναξιά
μονάρχης
μοναρχία
μοναστήρι
μοναστήριο
μοναστικός
μονάχα
μοναχή
μοναχική
μοναχικό
μοναχικός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close