Μοναχός - ορισμός του μοναχός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%bf%ce%bd%ce%b1%cf%87%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.940.506.951
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μοναχός
Μεταφράσεις
μοναχός
(
mona'xos
)
αρσενικό
μοναχή
friar
,
monk
,
alone
cénobite
,
frère
,
moine
,
père
,
religieux
monaco
Monk
Mnich
和尚
монах
和尚
(
mona'çi
)
θηλυκό
ουσιαστικό
καλόγερος, καλογριά
moine
αρσενικό
nonne
θηλυκό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μολυσμένος
μομιοποίηση
μόμυλος
μομφή
μονάδα
μονάδα δίσκου
μονάδα εντατικής θεραπείας
μοναδιαίος
μοναδικά
μοναδική
μοναδικό
μοναδικός
μοναδικότητα
Μονακό
μοναξιά
μονάρχης
μοναρχία
μοναστήρι
μοναστήριο
μοναστικός
μονάχα
μοναχή
μοναχική
μοναχικό
μοναχικός
Μόναχο
μοναχογιός
μοναχοκόρη
Μόναχον
μοναχοπαίδι
μοναχός
μονεταρισμός
μονή
μόνη
μονήρης
μόνιμα
μόνιμη
μόνιμο
μόνιμος
μονιμότητα
μονισμός
μονό
μόνο
μονό δωμάτιο
μονό κρεβάτι
μονογαμία
μονογαμικός
μονόγλωσσος
μονογονικός
μονογραφή
μονογραφώ
μονοδιάστατος
μονόδρομος
μονοετές
μονοετής
μονόζυγο
μονοήμερη
μονοήμερο
μονοήμερος
μονοθεϊσμός
μόνοιασμα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close