Μονοψώνιο - ορισμός του μονοψώνιο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%bf%ce%bd%ce%bf%cf%88%cf%8e%ce%bd%ce%b9%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.599.307.547
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μονοψώνιο
Αναζητήσεις σχετικές με μονοψώνιο:
μονοπώλιο
Μεταφράσεις
μονοψώνιο
monopsony
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μονομάχος
μονομαχώ
μονομερώς
μονομιάς
μονοπάτι
μονοπάτια
μονόπλευρος
Μονοπώλια
μονοπώλιο
μονοπωλώ
μονορούφι
μονός
μόνος
μονοσακχαρίτης
μόνος-η-ο
μονοσύλλαβη
μονοσυλλαβικός
μονοσύλλαβο
μονοσύλλαβος
μονότονα
μονότονη
μονοτονία
μονότονο
μονότονος
μονόφθαλμη
μονόφθαλμο
μονόφθαλμος
μονόχρωμη
μονόχρωμο
μονόχρωμος
μονοψώνιο
Μονς
μοντάζ
Μοντάνα
μοντελισμός
μοντέλο
μόντεμ
μοντέρνα
μοντέρνα τέχνη
μοντερνισμός
μοντέρνο
μοντέρνος
Μόντρεαλ
Μοντσερράτ
μονώνω
μόνωση
μονωτής
μονωτικός
μοραίνη
μορατόριουμ
μοργανατικός
μοριακή γενετική
μοριακός
μόριο
μοριοσανίδα
μόρτης
μορφάζω
μορφασμός
Μορφέας
μορφή
μόρφημα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close