Μουρμουρητό - ορισμός του μουρμουρητό από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%bf%cf%85%cf%81%ce%bc%ce%bf%cf%85%cf%81%ce%b7%cf%84%cf%8c
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.720.649.713
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μουρμουρητό
Μεταφράσεις
μουρμουρητό
(
murmuri'to
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
ψίθυρος
murmure
αρσενικό
Ακούω μουρμουρητά.
J'entends des murmures.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μουγκρίζω
μούγκρισμα
μουδιάζω
μούδιασμα
μουδιασμένη
μουδιασμένο
μουδιασμένος
μουεζίνης
μουκανίζω
μουλάρι
μουλάς
μουλιάζω
μουλιασμένος
μουλινέ
μούμια
μουνί
μουντζούρα
μουντζουρώνομαι
μουντζουρώνω
μουντή
μουντό
μουντός
μουοσύκλετα
μούργος
μούρη
μουριά
μουρλή
μουρλό
μουρλός
μουρμουράω
μουρμουρητό
μουρμουρίζω
μουρνταριά
μούρο
μουρτζούφλης
μους
μούσα
μουσάδα
μουσαμάς
μουσάτη
μουσάτο
μουσάτος
μουσείο
μούσι
μουσική
μουσική επένδυση
μουσικό
μουσικό κομμάτι
μουσικό όργανο
μουσικολογία
μουσικός
μουσικοτητας
μουσίτσα
μούσκεμα
μουσκεμένη
μουσκεμένο
μουσκεμένος
μουσκέτο
μουσκεύομαι
μουσκεύω
μουσκίδι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close