μπανγκαλόου
(προωθήθηκε από μπαγκαλόου)Μεταφράσεις
μπα (ν) γκαλόου
bungalow (baŋga'lou)ουσιαστικό ουδέτερο άκλητο (ουσιαστικό – επίθετο)
εξοχική μικρή κατοικία σε ξενοδοχείο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.