μυρωδικός
(προωθήθηκε από μυρωδική)Μεταφράσεις
μυρωδικός
(miroði'kos) αρσενικόμυρωδική
(miroði'ci) θηλυκόμυρωδικό
(miroði'ko) ουδέτεροεπίθετο
που δίνει μυρωδιά μυρωδικά χόρτα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.