ναρκώνω
Μεταφράσεις
ναρκώνω
anaesthetize (nar'kono)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. ιατρική προκαλώ αναισθησία Τον νάρκωσαν πριν την εγχείρηση.
2. μεταφορικά προκαλώ ευχάριστη χαλάρωση Η ζέστη με ναρκώνει.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.