Νεάζω - ορισμός του νεάζω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bd%ce%b5%ce%ac%ce%b6%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.600.588.769
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
νεάζω
Μεταφράσεις
νεάζω
(
ne'azo
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
θέλω να δείχνω πιο νέος από την ηλικία μου
vouloir faire jeune
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ναύλα
νάυλον
ναύλος
ναυλώνω
ναυμαχία
ναυπηγείο
ναυπήγηση
ναυπηγική
ναυπηγός
Ναύπλιο
ναυς
ναυσιπλοϊα
ναυσιπλοΐα
ναύτης
ναυτία
ναυτία κατά το ταξίδι
ναυτική
ναυτικό
ναυτικός
ναυτιλία
ναυτίλος
ναφθαλίνη
νγκόνι
νέα
Νέα Βρουνσβίκη
νέα έκδοση ταινίας
Νέα Ζηλανδία
Νέα Καληδονία
Νέα Σκωτία
Νέα Υόρκη
νεάζω
νεανική
νεανικό
νεανικός
νεαρή
νεαρό
νεαρός
Νεβάρι
νεγκλιζέ
νέγρα
νέγρος
Νείλος
νεκατσιώ
νέκρα
Νεκρά θάλασσα
νεκρανασταίνω
νεκρή
νεκρική
νεκρικό
νεκρικός
νεκρό
νεκροθάφτης
νεκροί
νεκροκεφαλή
νεκρολογία
νεκρομαντεία
νεκρομάντης
νεκρός
νεκροταφείο
νεκροτομείο
νεκροτομή
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close