νεκρός
Μεταφράσεις
νεκρός
(ne'kros) αρσενικόνεκρή
(ne'kri) θηλυκόνεκρό
(ne'kro) ουδέτεροεπίθετο
1. που έχει πεθάνει νεκρός άντρας πέφτω νεκρός
που δε χρησιμοποιείται πια
που δε χρησιμοποιείται πια
2. μεταφορικά άτονος, άψυχος νεκρό βλέμμα
3. μεταφορικά χωρίς κίνηση νεκρή περίοδος
4. μεταφορικά που δε λειτουργεί To τηλέφωνο είναι νεκρό.
νεκρός
αρσενικόνεκρή
totdeadmortdoodمُتَوَفًّىmrtvýdødmuertokuollutmrtavmorto死んだ죽은dødmartwymortoмертвый, мёртвыйdödตายแล้วölüchết死的 θηλυκόουσιαστικό
για πρόσωπο που έχει πεθάνει θάβω το νεκρό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.