νεόπλουτος
(προωθήθηκε από νεόπλουτη)Μεταφράσεις
νεόπλουτος
(ne'oplutos) αρσενικόνεόπλουτη
(ne'opluti) θηλυκόνεόπλουτο
parvenu (ne'opluto) ουδέτεροεπίθετο
που έχει κάνει γρήγορα περιουσία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.