Νησιώτης - ορισμός του νησιώτης από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bd%ce%b7%cf%83%ce%b9%cf%8e%cf%84%ce%b7%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.722.613.402
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
νησιώτης
Μεταφράσεις
νησιώτης
(
ni'sçotis
)
ουσιαστικό
αρσενικό
νησιώτισσα
islander
isleño
Islander
Islander
Islander
アイランダー
ISLANDER
(
ni'sçotisa
)
θηλυκό
ουσιαστικό
κάτοικος νησιού
insulaire
αρσενικό-θηλυκό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
νεφέλωμα
νέφος
νεφοσκεπής
νεφρί
νεφρικός
νεφρίτης
νεφριτικός
νεφρό
νεφρολογία
νεφρός
νέφτι
νέφωση
νεώριο
νεωτερισμός
νεωτεριστικός
νεώτερος
νηκτόν
νήμα
νημάτιο
νηνεμία
νηοπομπή
νηπιαγωγείο
νηπιαγωγός
νηπιακή
νηπιακό
νηπιακός
νήπιο
νησάκι
νησί
νησίδα
νησιώτης
νησιώτικη
νησιώτικο
νησιώτικος
νησιώτισσα
Νήσοι Κουκ
Νήσοι Μάρσαλ
Νήσοι Σολομώντος
Νήσοι Φερόες
νησοπέρδικα
νήσος
Νήσος Μαν
Νήσος Νόρφοκ
Νήσος Νόρφολκ
νήσσα
νηστεία
νηστεύω
νηστική
νηστικό
νηστικός
νηφάλια
νηφάλιο
νηφάλιος
νηφαλιότητα
νι
νιαου
νιάου
νιαουρίζω
νιαούρισμα
νιάτα
Νίγηρας
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close