Νηστεία - ορισμός του νηστεία από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bd%ce%b7%cf%83%cf%84%ce%b5%ce%af%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.591.194.220
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
νηστεία
Μεταφράσεις
νηστεία
fast
jeûne
ayuno
Fasten
il digiuno
пост
vasten
الصيام
禁食
禁食
צום
断食
금식
Fasting
(
ni'stia
)
ουσιαστικό
θηλυκό
θρησκευτικός όρος
το να νηστεύει κν ή η περίοδος που νηστεύει κν
jeûne
αρσενικό
carême
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
νεώτερος
νηκτόν
νήμα
νημάτιο
νηνεμία
νηοπομπή
νηπιαγωγείο
νηπιαγωγός
νηπιακή
νηπιακό
νηπιακός
νήπιο
νησάκι
νησί
νησίδα
νησιώτης
νησιώτικη
νησιώτικο
νησιώτικος
νησιώτισσα
Νήσοι Κουκ
Νήσοι Μάρσαλ
Νήσοι Σολομώντος
Νήσοι Φερόες
νησοπέρδικα
νήσος
Νήσος Μαν
Νήσος Νόρφοκ
Νήσος Νόρφολκ
νήσσα
νηστεία
νηστεύω
νηστική
νηστικό
νηστικός
νηφάλια
νηφάλιο
νηφάλιος
νηφαλιότητα
νι
νιαου
νιάου
νιαουρίζω
νιαούρισμα
νιάτα
Νίγηρας
Νιγηρία
νιγηριανός
Νίκαια
Νικαράγουα
νικάω
νικελίνης
νικέλιο
νίκη
νικημένος
νικητής
νικητής επάθλου
νικήτρια
νικηφόρος
νικιέμαι
Νίκο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close