νικάω
Μεταφράσεις
νικάω
(ni'kao)νικώ
(ni'ko)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. κερδίζω μάχη, αγώνα νικάω τον εχθρό
2. ξεπερνάω κπ δύσκολη κατάσταση νικάω μια αρρώστια
3. κάνω κπ να λυγίσει Η αρρώστια τον νίκησε.
νικάω
ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
Η ομάδα μας νίκησε.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.