νομοταγής
(προωθήθηκε από νομοταγές)Μεταφράσεις
νομοταγής
(nomota'ʝis) αρσενικό-θηλυκόνομοταγές
law-abiding (nomota'ʝes) ουδέτεροεπίθετο
που λειτουργεί σύμφωνα με το νόμο νομοταγής πολίτης
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.