Νοσηλεύομαι - ορισμός του νοσηλεύομαι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bd%ce%bf%cf%83%ce%b7%ce%bb%ce%b5%cf%8d%ce%bf%ce%bc%ce%b1%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.732.438.383
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
νοσηλεύομαι
Μεταφράσεις
νοσηλεύομαι
(
nosi'levome
)
ρήμα
μεσοπαθητικό (ρήμα)
βρίσκομαι σε νοσοκομείο ως ασθενής
être hospitalisé/-ée
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
νομισματικός
νομισματοκοπείο
νομισματολογικός
νομισματολόγος
νομοθεσία
νομοθέτης
νομοθετική
νομοθετικό
νομοθετικός
νομοθετώ
νομολογία
νομός
νόμος
νομοσχέδιο
νομοταγές
νομοταγής
Νόμπελ
νομπέλιο
νονά
νόνι
νονός
νονός της νύχτας
νοοτροπία
Νορβηγία
νορβηγικά
νορβηγικός
Νορβηγός
νόρμα
Νορμανδία
νοσηλεία
νοσηλεύομαι
νοσηλευτήριο
νοσηλευτής
νοσηλεύτρια
νοσηρός
νοσοκόμα
νοσοκομειακή
νοσοκομειακό
νοσοκομειακός
νοσοκομείο
νοσοκόμος
νοσός
νόσος
Νόσος Αλτσχάιμερ
νοσταλγία
νοσταλγός
νοσταλγώ
νοστιμεύω
νόστιμη
νοστιμιά
νοστιμίζω
νόστιμο
νόστιμος
νόστος
νοσφρίζομαι
νόσφριση
νότα
νοτερός
νότες
νότια
Νότια Αμερική
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close