νοσοκομειακός
(προωθήθηκε από νοσοκομειακή)Μεταφράσεις
νοσοκομειακός
(nosokomia'kos) αρσενικόνοσοκομειακή
(nosokomia'ci) θηλυκόνοσοκομειακό
(nosokomia'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με νοσοκομείο η νοσοκομειακή ασφάλιση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.