τουφεκίζω
(προωθήθηκε από ντουφεκίζω)Μεταφράσεις
τουφεκίζω
(tufe'cizo)ντουφεκίζω
(dufe'cizo)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. ρίχνω με το τουφέκι τουφεκίζω ένα λιοντάρι
2. εκτελώ με τουφέκι Τον τουφέκισαν οι Γερμανοί.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.