ντόπιος
(προωθήθηκε από ντόπιο)Μεταφράσεις
ντόπιος
('dopços) αρσενικόντόπια
('dopça) θηλυκόντόπιο
nativeพื้นเมือง ('dopço) ουδέτεροεπίθετο
1. ο άνθρωπος που έχει γεννηθεί στον τόπο που μένει ντόπιοι εργάτες
2. προϊόντα που παράγονται σε έναν τόπο ντόπιο τυρί
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.