ντύσιμο
Μεταφράσεις
ντύσιμο
attire ('disimo)ουσιαστικό ουδέτερο
1. η διαδικασία όταν ντύνεται κν Στο ντύσιμο δυσκολεύτηκε.
2. ο τρόπος που ντύνεται κν κομψό ντύσιμο
3. τα ρούχα χρήματα για ντύσιμο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.