νωθρός
(προωθήθηκε από νωθρό)Μεταφράσεις
νωθρός
(no'θros) αρσενικόνωθρή
(no'θri) θηλυκόνωθρό
indolent (no'θro) ουδέτεροεπίθετο
1. αργός και βαρύς νωθρό βήμα
2. τεμπέλης νωθρό παιδί
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.