Νωθρός - ορισμός του νωθρός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bd%cf%89%ce%b8%cf%81%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.588.952.169
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
νωθρός
Μεταφράσεις
νωθρός
(
no'θros
)
αρσενικό
νωθρή
(
no'θri
)
θηλυκό
νωθρό
indolent
(
no'θro
)
ουδέτερο
επίθετο
1.
αργός και βαρύς
nonchalant/-ante indolent/-ente
νωθρό βήμα
un pas nonchalant
2.
τεμπέλης
indolent lent;
lente
νωθρό παιδί
un enfant indolent
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
νυστάζω
νυστέρι
νύφη
νυφικό
νυφίτσα
νύχη
νύχι
νύχι χεριού
νυχιάζω
νυχοκόπτης
νύχτα
νυχτερίδα
νυχτερινή
νυχτερινή βάρδια
νυχτερινή ζωή
νυχτερινό
νυχτερινό σχολείο
νυχτερινός
νυχτικιά
νυχτικό
νυχτόβια
νυχτόβιο
νυχτόβιος
νυχτολούλουδο
νυχτοπεταλούδα
νυχτωδία
νύχτωμα
νυχτώνει
νωθρή
νωθρό
νωθρός
νωθρότητα
νωπή
νωπό
νωπός
νωρίς
νωρίτερα
νώτα
νωτιαίος μυελός
νωχέλεια
νωχελής
νωχελικά
νωχελική
νωχελικό
νωχελικός
Ξ
ξάγρυπνη
ξάγρυπνο
ξάγρυπνος
ξαγρυπνώ
ξαδέλφη
ξάδελφος
ξαδέρφη
ξάδερφη
ξάδερφος
ξακουστή
ξακουστό
ξακουστός
ξαλαφρώνω
ξανά
ξαναβάφω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close