νωχελικός
(προωθήθηκε από νωχελική)Μεταφράσεις
νωχελικός
(noçeli'kos) αρσενικόνωχελική
(noçeli'ci) θηλυκόνωχελικό
(noçeli'co) ουδέτεροεπίθετο
που κινείται με νωχέλεια νωχελικές κινήσεις
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.