νόστιμος
(προωθήθηκε από νόστιμο)Μεταφράσεις
νόστιμος
('nostimos) αρσενικόνόστιμη
('nostimi) θηλυκόνόστιμο
delectable, delicious美味美味おいしい맛있는 ('nostimo) ουδέτεροεπίθετο
που έχει ευχάριστη γεύση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.