ξάστερος
(προωθήθηκε από ξάστερη)Μεταφράσεις
ξάστερος
('ksasteros) αρσενικόξάστερη
('ksasteri) θηλυκόξάστερο
('ksastero) ουδέτεροεπίθετο
1. (για ουρανός) καθαρός, με αστέρια ξάστερος ουρανός
2. μεταφορικά καθαρός, διαυγής ξάστερο μυαλό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.