Ξαπλωμένο - ορισμός του ξαπλωμένο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%be%ce%b1%cf%80%ce%bb%cf%89%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.946.845.964
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ξαπλωμένος
(προωθήθηκε από
ξαπλωμένο
)
Μεταφράσεις
ξαπλωμένος
(
ksaplo'menos
)
αρσενικό
ξαπλωμένη
(
ksaplo'meni
)
θηλυκό
ξαπλωμένο
(
ksaplo'meno
)
ουδέτερο
επίθετο
που έχει ξαπλώσει
allongé/-ée
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ξανανθίζω
ξανανιώνω
ξανανοίγω
ξαναπαίζω
ξαναπαίρνω
ξαναπαντρεύομαι
ξαναπερνώ
ξαναπέφτω
ξαναπιάνω
ξαναρχίζω
ξαναρχίνισμα
ξαναρωτώ
ξανασκέφτομαι
ξανασμίγω
ξανασυμβαίνω
ξανασυναρμολογώ
ξανατυπώνω
ξαναφαίνομαι
ξαναφεύγω
ξαναχρησιμοποιώ
ξαναχτίζω
ξανθαίνω
ξανθέλασμα
ξανθιά
ξανθό
ξανθοκάστανος
ξανθός
ξανθότητα
ξανθότριχος
ξαπλωμένη
ξαπλωμένο
ξαπλωμένος
ξαπλώνω
ξαπλώστρα
ξαπλώστρα παραλίας
ξαρμυρίζω
ξάρτια
ξάστερη
ξαστεριά
ξάστερο
ξάστερος
ξαφνιάζομαι
ξαφνιάζω
ξάφνιασμα
ξαφνιασμένη
ξαφνιασμένο
ξαφνιασμένος
ξαφνικά
ξαφνική
ξαφνικό
ξαφνικός
ξάφνου
ξαφρίζω
ξε-
ξεβάφω
ξεβγάζω
ξέβγαλμα
ξεβιδώνω
ξεβουλώνω
ξεγελάω
ξεγελώ
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close