ξεκλείδωτος
Μεταφράσεις
ξεκλείδωτος
(kse'kliðotos) αρσενικόξεκλείδωτη
(kse'kliðoti) θηλυκόξεκλείδωτο
(kse'kliðoto) ουδέτεροεπίθετο
που έχει ξεκλειδωθεί από κπ Η πόρτα είναι ξεκλείδωτη.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.