ξεκομμένος
(προωθήθηκε από ξεκομμένη)Μεταφράσεις
ξεκομμένος
(kseko'menos) αρσενικόξεκομμένη
(kseko'meni) θηλυκόξεκομμένο
(kseko'meno) ουδέτεροεπίθετο
απομακρυσμένος, απομονωμένος λαοί ξεκομμένοι από τον πολιτισμό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.