ξεκούραστος
(προωθήθηκε από ξεκούραστο)Μεταφράσεις
ξεκούραστος
(kse'kurastos) αρσενικόξεκούραστη
(kse'kurasti) θηλυκόξεκούραστο
rested (kse'kurasto) ουδέτεροεπίθετο
1. που έχει ξεκουραστεί ξεκούραστο μυαλό
2. που δεν προκαλεί κούραση ξεκούραστο ταξίδι
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.