ξεκούρδιστος
Μεταφράσεις
ξεκούρδιστος
(kse'kurðistos) αρσενικόξεκούρδιστη
(kse'kurðisti) θηλυκόξεκούρδιστο
(kse'kurðisto) ουδέτεροεπίθετο
που έχει ξεκουρδιστεί ξεκούρδιστο πιάνο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.