ξεμπλέκω
Μεταφράσεις
ξεμπλέκω
(kse'bleko)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. το να ξεχωρίζω στοιχεία ώστε να μην μπερδεύονται ξεμπλέκω τα μαλλιά μου
2. μεταφορικά το να βρίσκω λύση σε κτ ξεμπλέκω μια υπόθεση
ξεμπλέκω
disentangle, teaseρήμα αμετάβατο (ρήμα)
απαλλάσσομαι από πρόβλημα ξεμπλέκω από μια σχέση