ξενόγλωσσος
Μεταφράσεις
ξενόγλωσσος
(kse'noɣlosos) αρσενικόξενόγλωσση
(kse'noɣlosi) θηλυκόξενόγλωσσο
(kse'noɣloso) ουδέτεροεπίθετο
1. που μιλάει ξένη γλώσσα ξενόγλωσσοι μαθητές
2. που είναι γραμμένος σε ξένη γλώσσα ξενόγλωσσα βιβλία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.