ξερός
(προωθήθηκε από ξερή)Μεταφράσεις
ξερός
(kse'ros) αρσενικόξερή
(kse'ri) θηλυκόξερό
dürr, trockensecarid (kse'ro) ουδέτεροεπίθετο
1. χωρίς νερό ξερό ποτάμι
2. χωρίς υγρασία, φρεσκάδα ξερό δέρμα ξερά χείλη
3. που έχουν επίτηδες ξεραθεί ξερά φασόλια
4. μεταφορικά κοφτός, μονοκόμματος ξερός ήχος ξερή φωνή
5. μεταφορικά έκπληκτος μένω πέφτω ξερός
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.