ξεροκέφαλος
(προωθήθηκε από ξεροκέφαλη)Μεταφράσεις
ξεροκέφαλος
(ksero'cefalos) αρσενικόξεροκέφαλη
(ksero'cefali) θηλυκόξεροκέφαλο
pigheaded (ksero'cefalo) ουδέτεροεπίθετο
πεισματάρης
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.