ξεχωριστός
(προωθήθηκε από ξεχωριστή)Μεταφράσεις
ξεχωριστός
(ksexori'stos) αρσενικόξεχωριστή
(ksexori'sti) θηλυκόξεχωριστό
distinctnotable, distinctive, separateerillinen (ksexori'sto) ουδέτεροεπίθετο
ιδιαίτερος ξεχωριστή ομορφιά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.