Ξηρασία - ορισμός του ξηρασία από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%be%ce%b7%cf%81%ce%b1%cf%83%ce%af%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.593.091.166
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ξηρασία
Μεταφράσεις
ξηρασία
drought
جَفَاف
sucho
tørke
Dürre
sequía
kuivuus
sécheresse
suša
siccità
日照り
가뭄
droogte
tørke
susza
seca
засуха
torka
ความแห้งแล้ง
kuraklık
hạn hán
旱灾
,
干旱
суша
乾旱
הבצורת
(
ksira'sia
)
ουσιαστικό
θηλυκό
η έλλειψη νερού
sécheresse
θηλυκό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ξεχασιάρα
ξεχασιάρης
ξεχασιάρικο
ξεχασμένος
ξέχειλη
ξεχειλίζω
ξέχειλο
ξέχειλος
ξεχειλώνω
ξεχνάω
ξεχνιέμαι
ξεχνώ
ξεχρεώνω
ξεχτενίζομαι
ξεχτενίζω
ξεχύνομαι
ξεχωρίζω
ξεχωριστή
ξεχωριστό
ξεχωριστός
ξεψυχάω
ξεψυχισμένη
ξεψυχισμένο
ξεψυχισμένος
ξεψυχώ
ξηλώνω
ξημαρισιά
ξημέρωμα
ξημερώνει
ξηρά
ξηρασία
ξηρή
ξηρό
ξηρός
ξηρός καρπός
ξηρότητα
ξι
ξιδάτη
ξιδάτο
ξιδάτος
ξίδι
ξινή
ξινίζω
ξινίλα
ξινό
ξινός
ξιπασμένος
ξιφασκία
ξιφίας
ξιφοειδής
ξιφολόγχη
ξιφομαχία
ξιφομάχος
ξιφομαχώ
ξίφος
ξοδεύω
ξόδι
ξόρκι
ξούτ
ξοφλάω
ξύδι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close