ξινίζω
Μεταφράσεις
ξινίζω
acidulate (ksi'nizo)ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. αλλοιώνομαι, χαλάω Το γάλα ξίνισε. Το κρασί ξίνισε.
2. μεταφορικά κάνω μορφασμό δυσαρέσκειας Ξίνισε μόλις μας είδε.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.