Ξυλιά - ορισμός του ξυλιά από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%be%cf%85%ce%bb%ce%b9%ce%ac
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.651.866.438
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ξυλιά
Μεταφράσεις
ξυλιά
ردف
ξυλιά
Haue
ξυλιά
pugfrapado
ξυλιά
piiskata
ξυλιά
fessée
ξυλιά
hfenekelés
ξυλιά
pukul pantat
ξυλιά
sculacciata
ξυλιά
尻叩き
ξυλιά
곤장
ξυλιά
pēriens
ξυλιά
ris
ξυλιά
lanie
ξυλιά
surra
ξυλιά
bătaie
ξυλιά
шлёпанье
ξυλιά
bitka
ξυλιά
ekanje
ξυλιά
екзекуція
ξυλιά
trận đòn
ξυλιά
打屁股
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ξηρός καρπός
ξηρότητα
ξι
ξιδάτη
ξιδάτο
ξιδάτος
ξίδι
ξινή
ξινίζω
ξινίλα
ξινό
ξινός
ξιπασμένος
ξιφασκία
ξιφίας
ξιφοειδής
ξιφολόγχη
ξιφομαχία
ξιφομάχος
ξιφομαχώ
ξίφος
ξοδεύω
ξόδι
ξόρκι
ξούτ
ξοφλάω
ξύδι
ξύλα
ξυλάνθρακας
ξυλεία
ξυλιά
ξυλιάζω
ξυλιασμένη
ξυλιασμένο
ξυλιασμένος
ξύλινη
ξύλινη επένδυση
ξύλινο
ξύλινο κουνιστό αλογάκι
ξύλινο πνευστό όργανο
ξύλινος
ξύλισμα
ξύλο
ξυλοδαρμός
ξυλοκάρβουνο
ξυλοκόπημα
ξυλοκόπος
ξυλόκοτα
ξυλοπόδαρο
ξυλουργείο
ξυλουργική
ξυλουργός
ξυλοφορτώνω
ξυλόφωνο
ξυλώδης
ὀξύμωρον
ξύνομαι
ξύνω
ξυπνάω
ξύπνημα
ξύπνησα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close