Ξυλιασμένος - ορισμός του ξυλιασμένος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%be%cf%85%ce%bb%ce%b9%ce%b1%cf%83%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.935.640.285
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ξυλιασμένος
Μεταφράσεις
ξυλιασμένος
(
ksiʎa'zmenos
)
αρσενικό
ξυλιασμένη
(
ksiʎa'zmeni
)
θηλυκό
ξυλιασμένο
(
ksiʎa'zmeno
)
ουδέτερο
επίθετο
που έχει ξεπαγιάσει
gelé/-ée glacé/-ée
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ξιδάτο
ξιδάτος
ξίδι
ξινή
ξινίζω
ξινίλα
ξινό
ξινός
ξιπασμένος
ξιφασκία
ξιφίας
ξιφοειδής
ξιφολόγχη
ξιφομαχία
ξιφομάχος
ξιφομαχώ
ξίφος
ξοδεύω
ξόδι
ξόρκι
ξούτ
ξοφλάω
ξύδι
ξύλα
ξυλάνθρακας
ξυλεία
ξυλιά
ξυλιάζω
ξυλιασμένη
ξυλιασμένο
ξυλιασμένος
ξύλινη
ξύλινη επένδυση
ξύλινο
ξύλινο κουνιστό αλογάκι
ξύλινο πνευστό όργανο
ξύλινος
ξύλισμα
ξύλο
ξυλοδαρμός
ξυλοκάρβουνο
ξυλοκόπημα
ξυλοκόπος
ξυλόκοτα
ξυλοπόδαρο
ξυλουργείο
ξυλουργική
ξυλουργός
ξυλοφορτώνω
ξυλόφωνο
ξυλώδης
ὀξύμωρον
ξύνομαι
ξύνω
ξυπνάω
ξύπνημα
ξύπνησα
ξυπνητήρι
ξυπνητός
ξύπνια
ξύπνιο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close