ξυριστικός
(προωθήθηκε από ξυριστική)Μεταφράσεις
ξυριστικός
(ksiristi'kos) αρσενικόξυριστική
(ksiristi'ci) θηλυκόξυριστικό
(ksiristi'ko) ουδέτεροεπίθετο
ηλεκτρική μηχανή για το ξύρισμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.