Ξύδι - ορισμός του ξύδι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%be%cf%8d%ce%b4%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.592.990.737
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ξύδι
Μεταφράσεις
ξύδι
vinegar
ξύδι
خَلّ
ξύδι
ocet
ξύδι
eddike
ξύδι
Essig
ξύδι
vinagre
ξύδι
viinietikka
ξύδι
vinaigre
ξύδι
ocat
ξύδι
aceto
ξύδι
酢
ξύδι
식초
ξύδι
azijn
ξύδι
eddik
ξύδι
ocet
ξύδι
vinagre
ξύδι
уксус
ξύδι
vinäger
ξύδι
น้ำส้มสายชู
ξύδι
sirke
ξύδι
giấm
ξύδι
醋
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ξηρασία
ξηρή
ξηρό
ξηρός
ξηρός καρπός
ξηρότητα
ξι
ξιδάτη
ξιδάτο
ξιδάτος
ξίδι
ξινή
ξινίζω
ξινίλα
ξινό
ξινός
ξιπασμένος
ξιφασκία
ξιφίας
ξιφοειδής
ξιφολόγχη
ξιφομαχία
ξιφομάχος
ξιφομαχώ
ξίφος
ξοδεύω
ξόδι
ξόρκι
ξούτ
ξοφλάω
ξύδι
ξύλα
ξυλάνθρακας
ξυλεία
ξυλιά
ξυλιάζω
ξυλιασμένη
ξυλιασμένο
ξυλιασμένος
ξύλινη
ξύλινη επένδυση
ξύλινο
ξύλινο κουνιστό αλογάκι
ξύλινο πνευστό όργανο
ξύλινος
ξύλισμα
ξύλο
ξυλοδαρμός
ξυλοκάρβουνο
ξυλοκόπημα
ξυλοκόπος
ξυλόκοτα
ξυλοπόδαρο
ξυλουργείο
ξυλουργική
ξυλουργός
ξυλοφορτώνω
ξυλόφωνο
ξυλώδης
ὀξύμωρον
ξύνομαι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close