ο
Μεταφράσεις
ο
(o)ουσιαστικό ουδέτερο άκλητο (ουσιαστικό – επίθετο)
όμικρον, το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
ο
(o) αρσενικόη
(i) θηλυκότο
theo, leال...tendendereltajilその그dedenrodzajnik określony, nie tłumaczy się na język polskio/osэтотdenคำนำหน้านามชี้เฉพาะno translationđó这на (to) ουδέτεροάρθρο οριστικό (άρθρο) στις άλλες πτώσεις 'του, της, τον, οι, τα, των, τους, τις'
1. χρησιμοποιείται πριν από (κύρια) ονόματα και ονοματικές φράσεις Ήρθε ο Μάρκος. Δώσε μου το χέρι σου. Θέλω το πράσινο αυτοκίνητο.
2. σχηματίζει τον υπερθετικό βαθμό κπ επιθέτων Είδα το πιο ωραίο αγόρι που υπάρχει.
3. συμμετέχει στη δήλωση συχνότητας Φεύγω δυο φορές το χρόνο.
4. δίνει λειτουργία ουσιαστικού σε άλλα μέρη του λόγου Προτιμάω το πράσινο. ο διπλανός μου Το να ζεις είναι μεγάλο πράγμα. ο κάτω όροφος
5. δίνει γενικευτική αξία Ο άνθρωπος είναι περίεργο ον.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
- Έχει πολύ χιόνι
- Πρέπει να βρω το ανταλλακτήριο συναλλάγματος
- Έχει πολλή κίνηση στον αυτοκινητόδρομο;
- Το παλάτι είναι ανοικτό για το κοινό;
- Το μουσείο είναι ανοικτό το πρωί;
- Υπάρχει ανταλλακτήριο συναλλάγματος εδώ γύρω;
- Πότε είναι ανοικτό το ανταλλακτήριο συναλλάγματος;
- Έχω ομάδα αίματος O θετικό.
- το πρωί
- το απόγευμα
- το βράδυ
- κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού
- Είναι δύο η ώρα
- Είναι δύο και δέκα
- Είναι δύο παρά δέκα
- Θα πάρω το ίδιο
Collins Multilingual Translator © HarperCollins Publishers 2009