οδυνηρός
(προωθήθηκε από οδυνηρό)Μεταφράσεις
οδυνηρός
(oðini'ros) αρσενικόοδυνηρή
(oðini'ri) θηλυκόοδυνηρό
painfulمُؤلِمٌbolestivýsmertefuldschmerzhaftdolorosokivuliasdouloureuxbolandoloroso痛い아픈pijnlijksmertefullbolesnydolorido, dolorosoболезненныйsmärtsamเจ็บปวดağrılıđau đớn疼痛的, 痛苦כואב痛苦 (oðini'ro) ουδέτεροεπίθετο
που προκαλεί σωματικό ή ψυχικό πόνο οδυνηρή αρρώστια οδυνηρός χωρισμός