Οικονομίες - ορισμός του οικονομίες από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bf%ce%b9%ce%ba%ce%bf%ce%bd%ce%bf%ce%bc%ce%af%ce%b5%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.599.436.912
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
οικονομίες
Μεταφράσεις
οικονομίες
مُدَّخَرات
οικονομίες
úspory
οικονομίες
opsparing
οικονομίες
Ersparnisse
οικονομίες
savings
οικονομίες
ahorros
οικονομίες
säästöt
οικονομίες
économies
οικονομίες
ušteđevina
οικονομίες
risparmi
οικονομίες
貯金
οικονομίες
저축
οικονομίες
spaargeld
οικονομίες
sparepenger
οικονομίες
oszczędności
οικονομίες
economias
οικονομίες
сбережения
οικονομίες
sparmedel
οικονομίες
เงินออม
οικονομίες
birikim
οικονομίες
tiền tiết kiệm
οικονομίες
存款
Πλοηγός λέξεων
?
▲
οικιακός
οικισμός
οικιστής
οικιστικός
οικο-
οικογένεια
οικογενειακή
οικογενειακή κατάσταση
οικογενειακό
οικογενειακός
οικογενειάρχης
οικογένια
οικοδέσποινα
οικοδεσπότης
οικοδομή
οικοδόμημα
οικοδομική
οικοδομικό τετράγωνο
οικοδόμος
οικοδομώ
οικοκυρά
οικολογία
οικολογικά
οικολογική
οικολογικό
οικολογικός
οικολόγος
οικονομετρία
οικονομετρικός
οικονομία
οικονομίες
οικονομικά
οικονομικά προσιτός
οικονομική
οικονομική θέση
οικονομικό
οικονομικό έτος
οικονομικός
οικονομολογία
οικονομολόγος
οικονόμος
οικόπεδο
οίκος
οίκος ανοχής
οικόσημο
οικοσημολογία
οικοσύστημα
οικοτεχνία
οικότοπος
οικοτροφείο
οικότροφος
οικουμενικός
οικουμενικ-ός (m), -ή (f), -ό (n)
οίκτος
οικτρός
οινικός
οινολογικός
οινομετρικός
οινόπνευμα
οινοπνευματώδες
οινοπνευματώδη
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close