ολοκαίνουριος
(προωθήθηκε από ολοκαίνουρια)Μεταφράσεις
ολοκαίνουριος
(olo'cenurjos) αρσενικόολοκαίνουρια
(olo'cenurja) θηλυκόολοκαίνουριο
(olo'cenurjo) ουδέτεροεπίθετο
τελείως καινούριος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.