ολοκληρωτικός
(προωθήθηκε από ολοκληρωτικό)Μεταφράσεις
ολοκληρωτικός
(olokliroti'kos) αρσενικόολοκληρωτική
(olokliroti'ci) θηλυκόολοκληρωτικό
total, totalitariantotalтоталитарный (οlokliroti'ko) ουδέτεροεπίθετο
απόλυτος ολοκληρωτική αποτυχία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.