ολοστρόγγυλος
(προωθήθηκε από ολοστρόγγυλη)Μεταφράσεις
ολοστρόγγυλος
(olo'stroŋɟilos) αρσενικόολοστρόγγυλη
(olo'stroŋɟili) θηλυκόολοστρόγγυλο
(olo'stroŋɟilo) ουδέτεροεπίθετο
τελείως στρογγυλός ολοστρόγγυλο πρόσωπο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.