ολοφάνερος
(προωθήθηκε από ολοφάνερο)Μεταφράσεις
ολοφάνερος
(olo'faneros) αρσενικόολοφάνερη
(olo'faneri) θηλυκόολοφάνερο
glaring (olo'fanero) ουδέτεροεπίθετο
που είναι τελείως φανερός ολοφάνερη διαφορά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.