ολυμπιακός
(προωθήθηκε από ολυμπιακή)Μεταφράσεις
ολυμπιακός
(olimbia'kos) αρσενικόολυμπιακή
(olimbia'ci) θηλυκόολυμπιακό
(olimbia'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. διεθνής αθλητική οργάνωση κάθε 4 χρόνια
2. σχετικός με τους Ολυμπιακούς Αγώνες ολυμπιακό άθλημα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.