Ολωσδιόλου - ορισμός του ολωσδιόλου από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bf%ce%bb%cf%89%cf%83%ce%b4%ce%b9%cf%8c%ce%bb%ce%bf%cf%85
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.597.460.270
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ολωσδιόλου
Μεταφράσεις
ολωσδιόλου
تماما
完全
完全
완전히
(
olos'ðjolu
)
επίρρημα
τελείως
complètement
Είναι ολωσδιόλου άχρηστος.
Il est complètement inutile.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ολομόναχο
ολομόναχος
ολονυκτία
ολονυχτία
όλος
ολοστρόγγυλη
ολοστρόγγυλο
ολοστρόγγυλος
ολόσωμη
ολόσωμη φόρμα-καλσόν
ολόσωμο
ολόσωμος
ολότελα
ολότητα
ολοφάνερη
ολοφάνερο
ολοφάνερος
ολόχρυση
ολόχρυσο
ολόχρυσος
ολόψυχα
Όλστερ
Ολυμπία
ολυμπιάδα
ολυμπιακή
ολυμπιακό
Ολυμπιακοί Αγώνες
ολυμπιακός
ολύμπιος
Όλυμπος
ολωσδιόλου
ομάδα
ομάδα αίματος
ομάδα διάσωσης
ομάδα παιχνιδιού
ομαδική
ομαδικό
ομαδικός
ομαδοποίηση
ομαδοποιώ
ομαλή
ομαλό
ομαλός
Ομάν
ομελέτα
ομήγυρη
ομηρικός
όμηρος
όμικρον
ομιλητής
ομιλητική
ομιλητικό
ομιλητικός
ομιλήτρια
ομιλία
όμιλος
ομίχλη
ομιχλώδης
ομοαξονικός
ομογενής
ομογονεϊκός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close